Στην Φολέγανδρο, πήγα μετά από ένα αλύχτισμα της κυρίας Β. «ότι τέτοια Χώρα δε θα βρεις πουθενά». Τότε αρκούσε μια φευγαλέα σκέψη, α, ωραία η Φολέγανδρος και καρφί για να βγουν τα ακτοπλοϊκά. Θα έμενα σε κάτι δωματιάκια και θα φρόντιζα τουλάχιστον τέσσερις φορές να κολυμπήσω στο Κάτεργο, νοτιοανατολικά του νησιού. «Εκεί πας με καϊκάκι. Μη φοβηθείς».
Μέσα στον χρόνο, μια μνήμη ανακαλώ, αυτή του πρωινού ξυπνήματος, καλοκαιράκι. Με ανοιχτά παράθυρα στον ήλιο. Ήχοι από τζιτζίκια, από συνομιλίες στο απέναντι καφενείο, από τα παιδιά που αγοράζουν παγωτά και κλωτσάνε μπάλες. Στην Φολέγανδρο, ιεράρχησα τις επιθυμίες μου. Εγγράφηκαν 1.234 φωτογραφικές στιγμές με όλους εμάς να κοιτάμε τον φακό εξαντλημένοι, με ροζ μάτια από το αλατόνερο και σαγρέ παλάμες από το μούλιασμα. Τα βράδια, από τα αυτιά μας έβγαινε θάλασσα. Στο σκοτάδι, ξεχώριζαν τα λευκά μας δοντάκια. Ρακόμελο με παστέλι, στην «Αστάρτη». Η Θεανώ χορεύει «σώμα που χορεύεις κι έχεις οδηγό, μες τα κύτταρά σου τον κοσμικό παλμό, με τη φιλντισένια μέση, χάραξε να σε χαρώ». Ο Νάσος την κοιτάζει καθισμένος στα σκαλάκια. Αυτός έπινε ούζο. Πάντα ανάποδος.
Το νησί είναι μικρό. Ο τρόπος που απλώνεται φαίνεται καλύτερα, όταν δύει ο ήλιος. Λοιπόν, στο Κάτεργο πήγα. Όχι τέσσερις, αλλά επτά φορές. Τη μία από αυτές, έπιασε αέρας και χάσαμε το ενδιάμεσο καΐκι. Σκιά ούτε για δείγμα, θάλασσα ασύλληπτη. Αντηλιακά, νερά, κάτι βερίκοκα κι ένα καπέλο, που έκανε φτερά. Ο φίλος μου έστελνε φωτό σε Σουηδία. «Κοίτα και κλάψε, αγαπητέ». Τα παστέλια μας έκοψαν την πείνα για ώρες.
Στην Άνω Μεριά, που μας πρότεινε η κυρία Μ. να πάμε, πήγαμε και για τη ματσάτα και για την εμπειρία. Ναι, δοκιμάσαμε στο ταβερνάκι ματσάτα με κιμά. Δίπλα μας, μια γιαγιούλα καθάριζε φασολάκια. Το σουρωτό τυρί όνειρο. Και η καρπουζένια που μας έφεραν, στο τέλος. Ήρεμοι άνθρωποι. Ειδικά αυτή η ηλικιωμένη φιγούρα με τα φασολάκια. Αφού τελείωσε, για ώρα, κοιτούσε απέναντι.
Και όταν πήγαμε στην παραλία Βάρδια, περάσαμε τέσσερις ώρες χωρίς να μιλάμε. Χωρίς να χρησιμοποιήσουμε τα τόπια και τις μπαλίτσες. Μας ρούφηξε ένα υδάτινο, τέλειο κάδρο. Ξεχαστήκαμε, αργήσαμε. Φτάσαμε μέχρι την πόρτα της κυρίας Μ. χωρίς κλειδιά. Τα απλωμένα ρούχα της μύριζαν ροζ μαλακτικό. Μας κέρασε καλασούνα και ρακόμελο. Τα πιάτα μύριζαν καρπούζι.
Η συγκεκριμένη Μ. έφτασε στο νησί πριν πολλά χρόνια, λέει. Ερωτεύτηκε κι ακολούθησε.
Είναι γοητευτικός ο τρόπος που αγαπάμε τα νησιά, τους τόπους -γενικότερα- που επιλέγουμε να συνδέσουμε με τον ξεκούραστο και περίεργο εαυτό μας. Αν με ρωτήσεις για τη Φολέγανδρο, θα σου πω ότι μου θυμίζει κάθε σημείο της μια κάρτα. Σε κάθε σημείο, διαφαίνεται η κυριολεξία της κρουστής ζωής. Τα σπίτια που μπορούν να μας χωρέσουν πρέπει να είναι άσπρα και με παράθυρα διάπλατα. Από τα παράθυρα πρέπει τουλάχιστον να υπάρχει η προοπτική μιας υπόσχεσης. Κάτι.
Οι σπηλιές με φοβίζουν. Με τη Χρυσοσπηλιά, στη Φολέγανδρο, ο φόβος έγινε πάθος για εξερεύνηση. Ήξερα ότι το σπήλαιο «Χρυσοσπηλιά» βρίσκεται στη βορειοανατολική απότομη πλευρά της Φολεγάνδρου και διακρίνεται για τον πλούσιο λιθωματικό του διάκοσμο που αναπτύσσεται σε μια διαδρομή 300 μ.
Ξεχωριστό και σπάνιο εύρημα συνιστούν τα βραχογραφήματα που εντοπίστηκαν στα τοιχώματα του σπηλαίου. Πρόκειται για κύρια ονόματα που οι αρχαίοι επισκέπτες της σπηλιάς ανέγραψαν με ένα αργιλικό υλικό. Συχνά, αναφέρεται και το όνομα των συντρόφων τους καθώς και επίθετο δηλωτικό του τόπου καταγωγής τους, όπως Κρής, Σερίφιος, Ηλείος, Νάξιος. Πρόκειται για ονόματα «εφήβων καλών», που έπαιρναν μέρος σε μια μυητική τελετή, η οποία παραδίδεται από τους αρχαίους συγγραφείς της κλασικής Ελλάδος, όπως π.χ. ο Έφορος, συγγραφέας και «εθνολόγος» του 4ου π.Χ. αιώνα. Τα λιγοστά μέχρι τώρα ανασκαφικά ευρήματα, λυχνάρια με ερωτική σκηνή, φαλλός κλπ., συνεπικουρούν στο λατρευτικό – μυητικό χαρακτήρα του σπηλαίου”.
Εκεί, λοιπόν, εξαϋλώθηκα. Επαναλάμβανα (πάλι με δανεική ατάκα) «κρατήστε αυτόν τον ήχο, μέχρι να τα σημειώσω κάπου». Όλοι με πέρασαν για τρελή. Μόνο ο φίλος μου καμάρωνε.