Το αγαπημένο μου εξώφυλλο CD, έχει μια γιαγιά να ανεβαίνει μια κάπως ανηφόρα και να σέρνει ένα αγροτικό εργαλείο. Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 2014 για να συνειδητοποιήσω πως δεν είναι δυνατό να αρνούμαι καμία ανάμνηση. Χρόνια μετά, μια άλλη φωτογραφία μου θυμίζει το ίδιο, ενώ με βαράει κάποιος ανεμιστήρας και παίζει στο αυτί μου το τρυπάνι της ανάπλασης, στη γειτονιά των Πατησίων.
Έχω κάτι με το χωριό. Η σχέση μας κάνει κύκλους. Όταν έχω καιρό να βρεθώ σε χωριό, στο χωριό, στο χωριό μου αποκτάω ένα κενό, που δεν μπορώ να το κάνω κάτι. Μένει μαζί μου κι αφού γυρίσω, να μου θυμίζει ότι ευτυχώς γυρίζω και δεν ξεχνάω. Στο χωριό έχει τη γιαγιά, τη Ρίτα, τη βρύση, το καφέ με το αστείο όνομα, τα δέντρα που μοιραζόμαστε κοινό επώνυμο, τον ουρανό που στ’ αλήθεια βλέπω, τη θάλασσα μια κατηφόρα μακριά. Κάθε φορά που φτάνω, νιώθω ότι έχω εναποθέσει όλες μου τις ελπίδες σε αυτή τη θάλασσα, αλλά δε θυμάμαι ποτέ ποια χρονική στιγμή την όρισα καταφύγιο.
Στο χωριό ζυγίζω λιγότερα κιλά. Στις κρίσεις πανικού μέσα στο μετρό, ψάχνω μια φωτογραφία. Την τελευταία που τράβηξα, εκείνη που δείχνει το σπίτι με την πιο ωραία πόρτα του κόσμου που είναι πάντα κλειστή, για να μην το ονειρευτώ ποτέ ολόκληρο αυτό το σπίτι.
Στο χωριό έχει ησυχία και μοναξιά. Αλλά έχει ανθρώπους που περπατάνε αργά και σταθερά. Δεν ξέρω ποιο από τα δύο μου φαίνεται περισσότερο ξένο. Έχει σπίτια με μπαλκόνια μεγάλα, έχει αυλές να θυμάμαι πως τα παιδιά κάνουν μπάνιο με το λάστιχο κάθε καλοκαίρι – εικόνα που έχω στοιβάξει κι εγώ στο κουτάκι των αναμνήσεων. Έχει κι ένα παγκάκι για να φας το καλύτερο παγωτό της ζωής σου, ενώ κάποιος σε ενημερώνει πως κάποτε μπροστά σου έβλεπες μόνο ψαρόβαρκες και απλότητα.
Στο χωριό πολλά δεν έχει. Σκέφτομαι τη σημασία όλων αυτών που δεν έχει. Δεν τη βρίσκω. Σκέφτομαι πως όταν βρέχει, σε χτυπάει η μιζέρια στο κόκαλο. Αλλά σκέφτομαι πως αφού σταματήσει, η θάλασσα μια κατηφόρα μακριά, είναι το ουράνιο τόξο μου.
Η φωτογραφία είναι του Κωνσταντίνου Σταθόπουλου, τραβηγμένη σε ένα χωριό της Μεσσηνίας.