Η Αμοργός μου άρεσε από πάντα. Μου άρεσε το όνομά της, το «ρ» μέσα της. Λέξη ξεδιψαστική, σαν Somersby. Μοιραίες συναντήσεις σε τραγούδια, στιχάκια, φωτογραφίες. Ένας Βιρμανός πάνω σε ένα γαϊδούρι, στον Προφήτη Ηλία, ο πίνακας με το «Απέραντο γαλάζιο», σε ένα ταξιδιωτικό γραφείο, στο Παγκράτι. Έπρεπε να πάω, λοιπόν. Το χρωστούσα στον εαυτό μου και στη σχέση μου με το καλοκαίρι. Να καώ από μία ακόμη ανατολή, να παρατηρήσω μιαν αντιπροσωπευτική πλειοψηφία πώς περπατάει σε μια σύντομη ξηρά, χωρίς ρολόγια και τραυματικές δυσανασχετήσεις.
Ήταν Ιούλιος 2007 (άλλη φάση τότε)
Με μια σκηνή και λίγα υπάρχοντα. Έτσι ξεκίνησα. Από έναν Πειραιά που ζεματούσε. Εννοείται Ιούλιος, εννοείται θα ξεπερνούσα τις εφτά μέρες, στο κάμπινγκ της Αιγιάλης. Ποιος μένει ατάραχος ενώ διασχίζει το Αιγαίο; Ούτε ένας. Από το καράβι που θα μοίραζε κόσμο σε Δονούσα, Κουφονήσια και Αστυπάλαια, στην Αμοργό κατέβηκαν πολλοί. Άνθρωποι σε έξαψη, άφηναν πίσω τους μιαν αγχωμένη Δευτέρα για να ζουμάρουν μια μπλε πιτσιλιά, 136 ναυτικά μίλια από την πύλη Ε6.
Στήσαμε τη σκηνή, ελεύθεροι και χαρούμενοι. Χωρίς να μας νοιάζει που δεν υπήρχε μισό δεντράκι κοντά μας ή εντελώς ομαλό έδαφος. Κάτι πετρούλες κάτω από το στρώμα, που άφηναν σημάδια στο μάγουλό μου, κάτι τζιτζίκια σε ντελίριο, αλλά εγώ..
Από τα ντους μέχρι τη σκηνή, με το μαγιό. Από το κάμπινγκ μέχρι το Que, με το μαγιό. Μέχρι το βράδυ, στη θάλασσα. Ενυδατωμένα βλέμματα. Μέρα με τη μέρα, η φιγούρα μας εναρμονίζεται με την απλότητα της ντόπιας ζωής. Όπου και να βρεθείς, αυτό που ξετυλίγεται μπροστά σου, σού προκαλεί παραλυσία. Στα μονοπάτια, μυρίζει κάτι σαν θυμάρι. Ο φίλος μου παραιτείται από την προσπάθεια να αφαιρέσει και τα υπόλοιπα αγκαθάκια (αχινού) από την αριστερή του φτέρνα. Μια άχρονη στιγμή στον Μούρο. Μια αιωνιότητα στα Θολάρια. Γλυκό του κουταλιού μαζί με έναν καφέ που μυρίζει κάρδαμο. Η Αμοργός μας τρέλανε. Ένα σπιτάκι, ναι, αυτό θα ήθελα. Ένα μόνιμο σπιτάκι που το χειμώνα «θα χαλάει» η πρόσοψή του από τα κύματα και το καλοκαίρι, με υπομονή, θα το φέρνω στα ίσα του εγώ.
Οι αφαιρετικές εικόνες, οι λευκές, οι μπλε γραμμές, το περιεκτικό μοτίβο, η μόνιμη διαφυγή προς τη θάλασσα. Δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να θέλει ο άνθρωπος. Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη αλήθεια που να ορίζει τη χορτασμένη του χαρά από αυτό που φέρουν οι Κυκλάδες. Δανείζομαι μικρό βιβλιαράκι από την παρέα της διπλανής σκηνής. Δεν το τελειώνω.
Στη Χώρα της Αμοργού, για κάμποσα λεπτά, κι αφού έχω ακουμπήσει το κεφάλι μου στον ασβεστωμένο τοίχο του «Γιασεμιού», έφτιαχνα εικόνες μιας πιθανής ζωής σε αυτό το μικρό νησάκι. Να κάνω μαθήματα σε κανά σχολείο, να μάθω να ψαρεύω, να μη σταματήσω τα μπάνια ούτε τον Δεκέμβρη, να κάνω εκεί Χριστούγεννα και να περιμένω να κυλήσει ο χρόνος μέχρι τους θριάμβους του επόμενου καλοκαιριού.
«Δεν είναι εύκολο», είπαν οι δύο φίλοι μου, «κράτα τις αποστάσεις σου για να αυξάνεις την ένταση». Η κουβέντα συνεχίστηκε στο μικρό νησάκι της Γραμβούσας. Μετάγγιση αγριότητας στις φλέβες μας. Μιλάμε με κάτι Γάλλους, στα ελληνικά. «Ακ, τάλασσα». Το νησί δονείται. Αντέχει τόσους και τόσους διψασμένους. Δεν εξαντλείται η καθαρή του πληρότητα. Με τίποτα. Ένα μουσικό χαλί, μόνιμο και διαπεραστικό, σε κάθε σημείο αυτού του τόπου. Leonard Cohen και “Bird on the Wire”.
Η Ξ., η μικρή μου αδερφή, για πρώτη φορά επισκέφθηκε το νησί στα 10 της. Ένα κοριτσάκι με πολλά μωβ κοκαλάκια κι ένα άσπρο φουστάνι με λεκέ παγωτού και τις δέκα μέρες που τριγυρνούσε στην Αιγιάλη. Ένα πρωί, με μια κάμερα στο χέρι, τραβούσε τον εαυτό της. «Καλώς ήρθατε στη σκηνή μας, που χωράνε όλα μας τα πράγματα. Να μια κατσαρολίτσα, να και το καλάμι για το ψάρεμα, να κι εγώ. Πετάω. Δε φαίνεται»;
Ψάχνω κάτι πιο αφοπλιστικό από αυτή τη σκηνή με το ανυποψίαστο κορίτσι. Δεν έχω βρει. Δεν ξέρω αν θα βρω όσα χιλιόμετρα κυκλαδικής μνήμης και να προσθέσω στην ιστορία μου.
Στο ημερολόγιό μου γράφω:
Βουνό Κρίκελος στο νότιο τμήμα του νησιού. Χριστέ μου!
Ακρωτήριο Ξόδωτος. Άφωνη. Μόνο επιφωνήματα.
Λαγκάδα, Θολάρια, Ποταμός. Σε αυτά τα χωριά, αναθεμάτισα για τη θνητότητά μου.
Αιγιάλη. Ένα μπαράκι στη θάλασσα που δεν κλείνει ποτέ. Τρως φρούτα πάνω σε γιαούρτι και βυθίζεις τα πόδια σου στην άμμο. Ένας σκύλος γελάει με τη ραστώνη μας. Δεν τον παρεξηγώ. Δύση: Άντε να αγαπήσεις κόκκινους ήλιους αλλού.
Χώρα. Ποιος νους την έφτιαξε; Από ποια δεξαμενή άντλησε κέφι;
«Μπερδεύουνται κραυγές παιδιών με το κελάδημα του πουνέντε»
Γκάτσος φορ έβερ.
Υγ: Γύρισα τη μνήμη στο τότε για να θυμηθώ και τον τόπο και τον ενθουσιασμό. Εύκολο ήταν. Σήμερα, λέμε «οι Κυκλάδες». Λείπει το «μας». Και με λυπεί.
Πηγή φωτογραφιών: Shutterstock