Γερνάω. Τον Μάιο έγινα 58 ετών.
«Είμαι σε μια ηλικία που μπορεί να χάσω φίλους και άτομα της οικογένειάς μου. Και κάποτε θα έρθει η ώρα μου. Μου λείπουν οι φίλοι μου, μου λείπει η οικογένειά μου.
Ήθελα να γράψω ένα τραγούδι γι’ αυτούς. Και για το χρόνο που σπαταλάμε. Και για τις υπέροχες στιγμές που περνάμε μαζί. Ίσως ένα ή δύο χρόνια αργότερα να λέω:
«Περνάω πολύ καλά με τους φίλους μου» και να σκέφτομαι ότι θα έπρεπε να έχω περάσει ακόμα πιο σημαντικές στιγμές μαζί τους. Θέλεις περισσότερο χρόνο όταν αγαπάς κάποιον. Και μερικές φορές, περνάς το χρόνο σου, όπως επιθυμείς. Κι έπειτα, με τους ανθρώπους που αγαπάς, έχεις την αίσθηση ότι έχεις χάσει χρόνο και ίσως δεν είπες πράγματα που ήθελες να πεις. Η αίσθηση ότι χάνουμε χρόνο είναι πιο έντονη, αν δεν τον περνάμε με τους ανθρώπους που αγαπάμε και δεν τους το λέμε ότι τους αγαπάμε».
Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Ερικ Καντονά, που έδωσε συνέντευξη στο “Big Issue” το περιοδικό των αστέγων, την οποία αναδημοσίευσε το περιοδικό“Σχεδία”, που κυκλοφορεί στους δρόμους της Αθήνας.
Μετά τις επιθέσεις της Χαμάς στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου, ο Καντονά, έκανε μια ανάρτηση στο Instagram: «Με το να υπερασπίζεται κανείς τα ανθρώπινα δικαιώματα των Παλαιστινίων δεν σημαίνει ότι είναι υπέρ της Χαμάς. Το να λες «Ελεύθερη Παλαιστίνη» δεν σημαίνει ότι είσαι αντισημίτης ή ότι θέλεις να φύγουν όλοι οι Εβραίοι». Στη συνέντευξη, ανέφερε: «Αυτό που συνέβη στις 7 Οκτωβρίου είναι φυσικά φρικτό, όλοι συμφωνούν. Αλλά φαίνεται ότι για πολύ κόσμο όλα ξεκίνησαν στις 7 Οκτωβρίου. Είναι θέμα δεκαετιών. Το χειρότερο πράγμα στον κόσμο δεν είναι τα χρήματα, είναι η επικοινωνία. Με την επικοινωνία μπορείς να χειραγωγήσεις τους πάντες. Νιώθω κοντά στους ανθρώπους που υποφέρουν από πολέμους. Έγραψα ένα τραγούδι –θα κυκλοφορήσει σύντομα– στο οποίο λέω, “η πύλη προς τους αθώους/η δύναμη να πεθαίνεις/δώστε μας ένα εισιτήριο για περισσότερη δικαιοσύνη/δώστε μας ένα εισιτήριο για δύο κράτη ειρήνης”».
Σε ερώτηση για την κοινωνική του ευαισθησία ο Γάλλος άσος είπε: «Η τρέλα έχει να κάνει με τον κόσμο, στον οποίο ζούμε. Και η τρέλα είναι το όριο. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι έξω από αυτό το όριο που τους λέμε τρελούς, παράφρονες. Και, ταυτόχρονα, έχουμε πολλούς ανθρώπους μέσα από αυτό το όριο, όπως ο Τζορτζ Μπους, ο Νετανιάχου, τέτοια άτομα, που σκοτώνουν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, κι όμως παραμένουν ελεύθεροι.
Έχω διαλέξει με ποιον θα είμαι.
Νομίζω ότι είμαι στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Προτιμώ να ζω με ανθρώπους που θεωρούνται ακόμα και εκτός κοινωνίας, δεν με νοιάζει. Προσπάθησα, όσο το δυνατόν περισσότερο, να δημιουργήσω τα δικά μου όρια. Όχι μόνο επειδή ο πατέρας μου ήταν νοσοκόμος σε ψυχιατρείο, αλλά για πολλούς λόγους. Λατρεύω τους καλλιτέχνες που είναι έξω από τα όρια.
Που τους χαρακτηρίζουν τρελούς, όπως τον Βαν Γκογκ, τον Αντονέν Αρτώ, τον Αρθούρο Ρεμπώ, τέτοιους ανθρώπους. Η οικογένεια του Βαν Γκογκ τον έβαλε σε ψυχιατρείο, η οικογένεια του Αρτώ το ίδιο, για μένα είναι απλώς ιδιοφυίες. Μπορεί οι άνθρωποι να αποκαλούσαν τον Βαν Γκογκ τρελό, αυτός όμως ήταν μια διάνοια που παρατηρούσε τον κόσμο. Το ίδιο γινόταν και με τον Αρτώ. Τώρα πια, αναγνωρίζονται ως ιδιοφυίες. Με γοητεύουν τέτοιοι άνθρωποι.
Με συναρπάζει αυτό που λέμε τρέλα και ταυτόχρονα το φοβάμαι, γιατί όλοι βαδίζουμε πάνω στη μικρή λεπτή γραμμή. Και μπορεί όλοι να ξεφύγουμε. Έχουμε κληρονομήσει αντιλήψεις χιλιάδων ετών για το τι είναι καλό και τι είναι κακό. Και ακόμα κι όταν τις αντιπαλεύουμε, νιώθουμε ένοχοι όταν κάνουμε κάτι λίγο έξω από τα όρια. Γιατί νιώθουμε ένοχοι; Φταίνε η παιδεία μας, οι γονείς, οι θρησκείες, τα πάντα».
Στο ερώτημα αν θα πήγαινε ποτέ στη Σαουδική Αραβία, ο Καντονά είναι κατηγορηματικός: «Με τίποτα. Όταν τελείωσα την καριέρα μου, ήμουν μόλις 30 χρονών. Όταν έχασα το πάθος, αποφάσισα να αποσυρθώ. Θα μπορούσα να είχα παίξει άλλα πέντε ή επτά χρόνια. Ποτέ δεν έπαιξα ποδόσφαιρο για τα λεφτά. Όταν πηγαίνει κάποιος στη Σαουδική Αραβία, δεν μπορούμε να μιλάμε για πάθος για το ποδόσφαιρο. Μόνο για πάθος να βγάλεις χρήματα».
Στις 24 Μαΐου 1966, γεννήθηκε ένας Γάλλος που κανείς δεν μπορεί να τον κατατάξει στις διάφορες λίστες που ετοιμάζονται κατά καιρούς για βετεράνους ποδοσφαιριστές. Ένα από τα μεγαλύτερα ‘what if’s’, παρότι στην καριέρα του κέρδισε πολλούς τίτλους.
Ο Ερίκ Καντονά ζούσε πάντα μέσα σε αντιφάσεις, πολλές εκ των οποίων τις προκαλούσε ο ίδιος. Στα 57 του, πια, όλοι τον έχουν αποδεχθεί όπως είναι και κυρίως, όλοι τον αγαπούν. Για 23 λόγους…
Πάνω απ’ όλα για την κλοτσιά σε έναν ρατσιστή φίλαθλο της Κρίσταλ Πάλας, μία εμβληματική πράξη που θα μνημονεύεται εσαεί.
Γιατί τρόλαρε δημοσιογράφους before it was cool… «Όταν οι γλάροι ακολουθούν τις τράτες, το κάνουν επειδή θεωρούν πως οι σαρδέλες θα πεταχτούν ξανά στη θάλασσα. Σας ευχαριστώ πολύ».
Γιατί είδαμε τι συνέβη στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στον έναν χρόνο που ήταν off (στα 5 χρόνια με Καντονά στην ομάδα, δεν πήρε πρωτάθλημα μόνο μία σεζόν, εκείνη της τιμωρίας του, το 1994-1995).
Γιατί στο πρώτο παιχνίδι μετά από την τιμωρία, έβγαλε μια ασίστ κι έβαλε ένα γκολ στο 2-2 κόντρα στη μεγάλη αντίπαλο των ‘κόκκινων διαβόλων’, Λίβερπουλ.
Γιατί η Λίβερπουλ ήταν ξανά θύμα του στον τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας το 1996, όταν πήρε το περιβραχιόνιο λόγω προβλημάτων ετοιμότητας του Στιβ Μπρους και σημείωσε το μοναδικό γκολ του αγώνα, στο 86ο λεπτό, με συνέπεια να γίνει ο πρώτος ξένος αρχηγός που σηκώνει το FA Cup.
Για τη σειρά διαφημίσεων The Cage (και πολλές ακόμα) που χαράχθηκε στο μυαλό κάθε ανθρώπου γεννημένου το ’80 και το ’90 (millennials, μορφωθείτε).
Γιατί δεν ήταν ο πρώτος παίκτης που έπαιζε με σηκωμένο γιακά και φανέλα έξω, όμως μετά από εκείνον, κανείς δεν τόλμησε να κάνει το ίδιο, εκτός αν τον έλεγαν πχ. Ρονάλντο ή Φραντσέσκο Τότι.
Επειδή απέδειξε ότι είναι ένας από εμάς, όταν παράτησε το ποδόσφαιρο (και το beach soccer) και σχημάτισε περήφανη κοιλιά, αφήνοντας και μούσι.
Για το γράμμα που τού έστειλε ο Άλεξ Φέργκιουσον, λίγους μήνες αφότου κρέμασε τα ‘παπούτσια’ του, στο οποίο μεταξύ άλλων περιέγραφε πως τον περίμενε στις προπονήσεις: «Είσαι πάντα καλοδεχούμενος εδώ κι αν απλά περάσεις ξαφνικά για μία κούπα τσάι, χωρίς φανφάρες, μόνο για να μιλήσουμε ως φίλοι, θα σημαίνει τα πάντα για μένα».
Για την αψιμαχία που είχε με έναν φίλαθλο στις κερκίδες. Όχι της Κρίσταλ Πάλας. Το 1985, όταν η Οσέρ τον έδωσε δανεικό στη Μαρτίγκ της δεύτερης κατηγορίας κι εκείνος συνέβαλε τα μέγιστα για να αποτραπεί ο υποβιβασμός της ομάδας.
Γιατί απέκτησε (κι έγινε καθολικά αποδεκτό) το προσωνύμιο ‘βασιλιάς’ σε μία χώρα που δεν παίζει με αυτά. Γιατί από τους παίκτες που δεν πανηγυρίζουν γκολ, αυτός δεν πανηγυρίζει καλύτερα απ’ όλους. Ειδικά όταν πετυχαίνει τέτοια τέρματα, όπως κόντρα στη Σάντερλαντ.
Γιατί οι κόντρες του με τους προπονητές ήταν αυθεντικές, παλιάς κοπής. Πέταξε τη φανέλα του στον προπονητή όταν έγινε αλλαγή σε φιλανθρωπικού χαρακτήρα φιλικό, έμεινε εκτός έναν χρόνο από την εθνική Γαλλίας όταν έβρισε στην TV τον Ανρί Μισέλ…και κυρίως, όταν τον Δεκέμβριο του 1991 βρέθηκε ενώπιον πειθαρχικής επιτροπής και τιμωρήθηκε για έναν μήνα επειδή πέταξε μια μπάλα στον διαιτητή εν ώρα αγώνα, πλησίασε ένα ένα τα μέλη και τα αποκάλεσε “ηλίθιους”. Η ποινή διπλασιάστηκε.
Γι’ αυτήν τη σειρά video σχολιασμού για λογαριασμό του Eurosport, στην οποία κατά βάσει επιδείκνυε το δασύτριχο στήθος του.
Γιατί όταν όλοι τον είχαν ξεγραμμένο, οδήγησε (με ασίστ, όχι γκολ) τη Λιντς στην κατάκτηση του τελευταίου πρωταθλήματος προ Premier League, παρότι έκανε ντεμπούτο μόλις τον Φεβρουάριο του 1992. Επειδή από τα 21 του έδειξε ότι το μυαλό του λειτουργεί κάπως διαφορετικά. Το τάκλιν στον Μισέλ ντε Ζακαριάν στον αγώνα της Οσέρ με τη Ναντ, τρανή απόδειξη.
Επειδή ένας Γάλλος γλέντησε τους Άγγλους με το διαφημιστικό σλόγκαν που του αφιέρωσε η Nike: «Το ’66 ήταν μία σπουδαία χρονιά για το αγγλικό ποδόσφαιρο. Γεννήθηκε ο Ερίκ». Η ταπείνωση του αμυντικού στο τέλος του video είναι λόγος να ερωτευτείς το ποδόσφαιρο.
Γιατί σταμάτησε μόλις στα 30 του, με το κεφάλι ψηλά, μετά από την πιο γεμάτη σεζόν της καριέρας του με 50 αγώνες και συνολικά με 485 παιχνίδια στη ‘φαρέτρα’ του, παρόλες τις τιμωρίες, που του επιβλήθηκαν. Γιατί έχει παίξει σε πάνω από 25 ταινίες, μεταξύ των οποίων το οσκαρικό ‘Elizabeth’.
Ποτέ δεν έκρυψε τις πολιτικές πεποιθήσεις του. Δεν είναι ένας ‘τρελός’ πρώην ποδοσφαιριστής, είναι ένα πολιτικό ον, που κάποιες φορές καλεί σε επανάσταση κατά των τραπεζών.
Για το συγκλονιστικό γράμμα του στο ‘Player’s Tribune’, που πρέπει να διαβαστεί μέχρι την τελευταία λέξη του. Au revoir.
Πηγές: Contra, Μάκης Διόγος- εφ. ΕΠΟΧΗ