Θα μπορούσε κάποιος, εξετάζοντας τις τεχνολογικές τάσεις στην ενέργεια και γενικότερα, προσπαθώντας να προβλέψει τι θα γίνει τα επόμενα χρόνια και τις επόμενες δεκαετίες, πραγματικά να αισθάνεται ιδιαίτερα αισιόδοξος.
Νέες “μορφές” ενέργειας αναπτύσσονται διεθνώς και προκαταβάλλουν εντυπωσιακά αποτελέσματα, από την “ταπεινή” γεωθερμία μέχρι ακόμα και την σύντηξη, εντυπωσιακές εξελίξεις σε διάφορες μορφές στην αποθήκευση της ενέργειας που υπόσχονται το “ακατόρθωτο”, την αποθήκευση του ηλεκτρισμού και νέες ψηφιακές τεχνολογίες, η εφαρμογή των οποίων θα αντιμετωπίσει μια ολόκληρη σειρά από σημερινά προβλήματα.
Εύκολα, λοιπόν, η επίκληση του “γενναίου, νέου κόσμου” της ενέργειας θα οδηγούσε τον κάθε ένα στο συμπέρασμα πως αυτό που έρχεται είναι ένα ρόδινο ενεργειακό μέλλον, μια πραγματικότητα που η ενέργεια, ο τροφοδότης της οικονομίας, θα γίνεται ολοένα και φθηνότερη, ολοένα και πιο προσιτή για τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας.
Τα γεγονότα όμως είναι πεισματάρικα πράγματα. Και δυστυχώς, τα γεγονότα διαψεύδουν αυτή τη μυθολογία περί μιας τεχνολογικής λύσης που θα αντιμετωπίσει ως δια μαγείας την πραγματικότητα της σημερινής ενεργειακής φτώχειας, που αντιμετωπίζει η μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία.
Η πραγματικότητα είναι πως το ίδιο αφήγημα το ακούσαμε και στο παρελθόν. Δεκαετίες πριν μας έλεγαν πως οι νέες μορφές ενέργειας, η “πράσινη ανάπτυξη”, οι ΑΠΕ, με τη “δωρεάν ενέργεια” απ’ τον αέρα και τον ήλιο θα φέρουν έναν ενεργειακό “παράδεισο” με χαμηλά τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας, πολλές και καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας, πως η Ελλάδα θα γίνει “η Δανία του Νότου” .
Ωστόσο, πολύ σύντομα έγινε κατανοητό πως οι νέες μορφές ενέργειας είχαν πολλαπλάσιο ενεργειακό κόστος απ’ το λιγνίτη και τα μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα που δεν θεωρούντο ΑΠΕ.
Στη συνέχεια, το μοντέλο της “πράσινης μετάβασης” προωθήθηκε πολύ πιο “επιθετικά”, αξιοποιώντας τη λεγόμενη “κλιματική κρίση”, με το επιχείρημα να είναι πως η επικείμενη καταστροφή του περιβάλλοντος και του πλανήτη δικαιολογεί κάθε θυσία. Για παράδειγμα μας λένε πως τα πανάκριβα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος λόγω των ΑΠΕ, του φυσικού αερίου και της απελευθερωμένης αγοράς ενέργειας είναι “μικρή -και αναπόφευκτη- θυσία”, αφού ο περιορισμός των “αερίων του θερμοκηπίου” είναι επιτακτική ανάγκη.
Αν ήθελε κανείς να καταλάβει τι συμβαίνει στα “παρασκήνια” αυτής της παράστασης θα έπρεπε να δει την οικονομία. “Its the economy stupid”, όπως έλεγε και ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον.
Οι νέες ενεργειακές υποδομές δεν προωθήθηκαν, στην πραγματικότητα, με κριτήριο ούτε την τεχνολογική ούτε την ενεργειακή ανάγκη, αλλά την οικονομική ανάγκη.
Ο καπιταλισμός διεθνώς αντιμετωπίζει και αντιμετώπιζε απ’ τις αρχές του 21 αιώνα ένα μεγάλο και διογκούμενο πρόβλημα: Τεράστια κεφάλαια συσσωρευμένα που δεν μπορούσαν να επενδυθούν με ικανοποιητική κερδοφορία. Άλλωστε το πρόβλημα αυτό εκδηλώθηκε και με μια σειρά από κρίσεις, το 2008-2009, τη διετία 2020-2021 κλπ.
Και η “πράσινη μετάβαση” αναδείχθηκε ως εργαλείο αντιμετώπισης αυτής της κρίσης. Πως; Με την καταστροφή του κεφαλαίου που ήταν επενδυμένο στην ενέργεια και, άρα, με τη διαμόρφωση προϋποθέσεων για νέες κερδοφόρες επενδύσεις στον κλάδο. Καταστρέφεται κεφάλαιο που έχει τη μορφή εγκαταστάσεων παραγωγής, που ανήκουν συνήθως σε κρατικές επιχειρήσεις, όπως για παράδειγμα τα λιγνιτικά εργοστάσια της ΔΕΗ, καταστρέφονται μέσα μεταφοράς, όπως τα βενζινοκίνητα αυτοκίνητα, που ανήκουν κατά βάση στα εργατικά – λαϊκά στρώματα. Και η καταστροφή κεφαλαίου δεν σημαίνει απλά παροπλισμό και σταδιακή απαξίωση. Πρόσφατα η ΔΕΗ προχώρησε στην ανατίναξη των μηχανημάτων μεταφοράς λιγνίτη στον ΑΗΣ Καρδιάς, για να διευκολυνθεί η μετατροπή τους σε σκραπ.
Και έτσι, τελικά ο γρίφος αρχίζει να επιλύεται.
Οι νέες μορφές ενέργειας, όλη τη προηγούμενη περίοδο, δεν επελέγησαν κατά βάση ως το αποτέλεσμα μιας ερευνητικής διαδικασίας που εντόπισε καινοτόμους τρόπους για να παράγεται η ενέργεια φθηνότερα και φιλικότερα στο περιβάλλον, για να γίνει περισσότερο προσιτή στα εργατικά – λαϊκά στρώματα. Αν είχε συμβεί αυτό, άλλωστε, θα είχε προκριθεί η αύξηση του βαθμού απόδοσης των λιγνιτική σταθμών -που θα μπορούσε να ρίξει στο μισό τις εκπομπές CO2 -, η εγκατάσταση μεγάλων υδροηλεκτρικών έργων, που έχουν πολλαπλά οφέλη και ελαχιστοποιούν τις αρνητικές επιδράσεις, ο επιθετικός περιορισμός της κατανάλωσης ενέργειας σε δραστηριότητες ιδιαίτερα ενεργοβόρες που δεν είναι προς όφελος της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας, πχ ο τουρισμός πολυτελείας που απαιτεί τεράστια ποσά ενέργειας.
Αποδεικνύεται πως σήμερα κριτήριο του ενεργειακού σχεδιασμού, το κριτήριο με το οποίο αποφασίζεται τι είδους ενεργειακές εγκαταστάσεις, πόσες, σε τι μέγεθος, δεν είναι η λαϊκή ευημερία, το φθηνό ρεύμα, η ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον. Στόχος είναι η κερδοφορία των ενεργειακών ομίλων – ξένων και ντόπιων – και κριτήριο το ποσοστό κέρδους τους. Αυτή η απλή πραγματικότητα εξηγεί, άλλωστε, και τη φαινομενικά ακατανόητη πρόσφατη κυβερνητική απόφαση που, εν ολίγοις, προβλέπει τον περιορισμό της ισχύος που παράγουν οι ήδη εγκατεστημένες μονάδες ΑΠΕ, ώστε να μπορούν να εγκατασταθούν και άλλες.Με απλά λόγια, επειδή θέλουν οι όμιλοι να επενδύσουν και άλλο στις ΑΠΕ, να τοποθετήσουν ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά σε κάθε πλαγιά, βραχονησίδα, σε κάθε κάμπο, πρέπει να περιοριστεί τεχνητά το πόση ισχύς θα εγχύεται στο δίκτυο απ’ τις υφιστάμενες. Η λογική του καπιταλιστικού κέρδους οδηγεί σε “παρανοϊκές” λύσεις με οποιοδήποτε άλλο κριτήριο.
Έτσι, λοιπόν, οι νέες μορφές ενέργειας και οι νέες τεχνολογίες δεν μπορούν και δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν το ενεργειακό πρόβλημα, πολύ απλά γιατί δεν είναι αυτός ο στόχος τους. Στόχος τους είναι να αποτελέσουν έναν νέο γύρο καπιταλιστικών επενδύσεων, να βρεθεί κερδοφόρα διέξοδος στα κεφάλαια που παραμένουν λιμνάζοντα. Γι’ αυτό και το μόνο που έχει να περιμένει κανείς απ’ τον ενεργειακό σχεδιασμό που κάνει ο καπιταλισμός είναι επιδείνωση. Υψηλότερες τιμές ηλεκτρικού ρεύματος, νέο γύρο καταστροφής του περιβάλλοντος, περαιτέρω εμπορευματοποιημένη ενέργεια.
Αποδεικνύεται πως η ουσιαστική απάντηση στο ενεργειακό πρόβλημα δεν μπορεί να δοθεί μέσα στα τείχη της ΕΕ και της εξουσίας των ομίλων. Ο ενεργειακός σχεδιασμός του σοσιαλισμού, μιας οικονομίας βασισμένης στην κοινωνική ιδιοκτησία του συνόλου των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και του επιστημονικού κεντρικού σχεδιασμού της, μπορεί και θα αξιοποιήσει το σύνολο των θαυμαστών νέων και παλαιών τεχνολογιών, για να πετύχει αυτό που ούτε θέλει, ούτε μπορεί ο καπιταλιστικός σχεδιασμός που προσβλέπει αποκλειστικά και μόνο στο κέρδος. Το ΚΚΕ επιμένει να φωτίζει την αναγκαιότητα αυτού του ριζικά διαφορετικού δρόμου ανάπτυξης και σήμερα, αξιοποιώντας και τη δυναμική του λαού, που αποτυπώθηκε στις μαζικές κινητοποιήσεις, στις αρχαιρεσίες στις πολλαπλές εκλογικές μάχες, μπαίνει μπροστά, καλεί το λαό να αντισταθεί στις νέες αλλαγές που έρχονται και θα επιδεινώσουν την κατάστασή του, καλεί το λαό να βάλει στο στόχαστρο τον πραγματικό του αντίπαλο, την αστική τάξη και την ΕΕ που τη στηρίζει.
*μέλος της Κεντρικής Επιτροπής & υπεύθυνος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ