Λαμβάνω μήνυμα: «Έλα, γράψε κάτι για τον Θανάση. Εσύ τον ξέρεις καλύτερα απ’ όλους μας». Απαντάω: «Για θέματα τεχνολογίας δε συμφωνήσαμε»;
Δεν είμαι ειδικός στο τραγούδι (κι ας με γλεντάνε οι φίλοι μου ότι είμαι ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος του έντεχνου), δεν ξέρω ν’ αναλύω, σε επιστημονικό βάθος, μουσικές και λόγια, όμως βλέποντας τα βίντεο από την τελευταία συναυλία στο Θέατρο Βράχων στις 16/06/24, δεν μπορούσα να πω όχι. Το κάνω και λίγο εγωιστικά, μού είναι αδύνατο να κρατήσω μέσα μου αυτά, που σκέφτομαι, ενώ πλέον είναι γνωστό το τέλος των ζωντανών του εμφανίσεων. Η προσέγγισή μου θα είναι εντελώς διαισθητική, παίρνοντας το ρίσκο να φανώ υπερβολικός, μελό κι αγιογράφος.
Τέλη Αυγούστου 2005, στον θερινό κινηματογράφο Ελληνίς στο Αγρίνιο, εμφανιζόταν ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Μετά από πολυήμερες διακοπές στα βουνά της ορεινής Ναυπακτίας, έχοντας soundtrack τον «Βραχνό Προφήτη» και την «Αγρύπνια», είχα την ευκαιρία να τον δω και να τον ακούσω ζωντανά, για πρώτη φορά. Στον χώρο, δε βρίσκονταν πάνω από 300 άτομα. Καθόμασταν, ούτε καπνογόνα, ούτε σπρωξίματα. Τα μάτια μου έβλεπαν μια πρωτοφανή σύνδεση των ανθρώπων με το χώρο, τα τραγούδια και τους μουσικούς, που μου μένει μέχρι και σήμερα αξέχαστη. Ήταν η μέρα που άνοιξε η πόρτα για να μπω στο σύμπαν του Θανάση Παπακωνσταντίνου.
Πολύς κόσμος έχει σκύψει, όλα αυτά τα χρόνια πάνω από το έργο του Θανάση και το έχει αγαπήσει. Τα τραγούδια του μιλάνε για τον πυρήνα της ύπαρξης, όπως συνηθίζει να λέει ο ίδιος. Εκφράζουν τα πιο ακριβά ανθρώπινα συναισθήματα. Οι μελωδίες του – δύναμη της απλότητας – συναντούν τις λέξεις του μ’ έναν τρόπο που σού δίνει την εντύπωση ότι όλα είναι σωστά στη θέση τους βαλμένα. Οι ήχοι του είναι ένας συνδυασμός λαϊκής και παραδοσιακής μουσικής, με ηλεκτρονικά και ροκ στοιχεία. Η μποζουκομάνα και το λαούτο δένονται με το αναλογικό συνθεσάιζερ και τις λούπες. Τα λόγια του είναι οι πιο βαθιές, αλλά και καθημερινές σκέψεις μας δοσμένες μ’ έναν τρόπο σχεδόν ποιητικό, φέρνοντάς μας πρόσωπο με πρόσωπο με τον έρωτα, την αγάπη, τα όνειρα, τη φθορά, το χρόνο, την ελπίδα, την ψυχή, το θάνατο και τη ζωή. Όλα τα παραπάνω συνθέτουν ένα μοναδικό στυλ, μια ξεχωριστή καλλιτεχνική ταυτότητα, ικανή για να αναγνωρίσεις τα τραγούδια του από την πρώτη νότα. Στο στοιχείο αυτό συμβάλλουν οι εξαιρετικοί μουσικοί που τον πλαισιώνουν. Συνδεόμαστε μαζί τους και τους αποκαλούμε με τα μικρά τους ονόματα. Ο Φώτης, ο Μήτσος, η Μάρθα, η Ματούλα, ο Μπαντούκ, ο Μπασλάμ, η Βάσω, ο Κωνσταντής, ο Αλέξανδρος και ο Ανδρέας.
Συνειδητοποιώ όσο σκέφτομαι τι να γράψω, ότι αυτή η αναδρομή ισοδυναμεί με την ενήλικη ζωή μου. Αμέτρητες συναυλίες, σε διάφορα μέρη. Αρβανίτσα, Κρήτη, Ερέτρια, Ταΰγετος, Πετρούπολη, Θεσσαλονίκη. Στην Καλαμάτα, ένα οχτάχρονο κοριτσάκι ανεβαίνει στη σκηνή και τραγουδάει «γαμώ τον φασισμό». Στον Βύρωνα, ακούω για πρώτη φορά τον στίχο «σαν ξένος, σαν ξενάκι, σαν παντάξενος». Στο Κατράκειο, η Κανά σταματάει το «Φεϊρούζ», γιατί ο κόσμος δε σταματούσε να τραγουδάει «όλα στραβά γινήκανε και όλα είναι ωραία».
Ο Θανάσης μίλησε και μιλάει στην καρδιά της γενιάς μας. Τραγούδησε και τραγουδάει για τους αγώνες μας, τις νίκες και τις ήττες μας. Μας έκανε τον νου αληταριό. Μας έμαθε να κυνηγάμε την ουτοπία. Μας φέρνει κοντά με ιστορίες γνωστών/άγνωστων ανθρώπων. Το χαμόγελο του Φορτίνο Σαμάνο, το κλάμα του ληστή Μπαμπάνη, ο αντάρτης Ραμόν, η μικρή Τάλα, το όνειρο του ναύτη της Κροστάνδης, οι στροφές του Μεβλανά Τζελαλεντίν, η γυναίκα από την Τιφλίδα. Μας ανοίγει την πόρτα της φύσης και του σύμπαντος. Μας έχει χαρίσει έναν νέο κώδικα επικοινωνίας, αυτόν που μπαίνει στη γλώσσα μας, όταν ο κόσμος γίνεται δύο μάτια κι ένα στόμα.
Λυκαβηττός 07/06/24. Η συναυλία ξεκινάει και μας καλωσορίζει σε άλλη μια αγρύπνια. Με το πρώτο τραγούδι, όλα τα βλέπω μέσα από ένα άλλο πρίσμα. Στα λυτά μαλλιά της Έλλης «φωλιάζουν λαμπυρίδες», στον ουρανό της Αθήνας βλέπω «τον κομήτη του Χάλεϋ», στον Γιώργο λέω ότι «άλλον αδερφό δεν έχω». Σ’ αυτό το ονειρικό κλίμα, χιλιάδες εικόνες μπροστά μου, αγαπημένα πρόσωπα, αγαπημένα μάτια, κρατιέμαι από το μπράτσο της φύσης, όλα τα είδα και τίποτα δεν είδα, είμαι ένας μόνο μέσα στους δικούς του πόνους. Νιώθω ευγνωμοσύνη.
Θανάση, άχρονε εκφραστή των πάντων, σ’ευχαριστούμε για όλα. Καλή αντάμωση.