Μια μυθική γυναίκα, η απόλυτη μελαχρινή, που άφησε εποχή για το ταλέντο και τη φινέτσα της, η Ανούκ Εμέ, πέθανε χθες, 18 Ιουνίου, σε ηλικία 92 ετών. Γεννήθηκε στις 27 Απριλίου του 1932, στο Παρίσι. Είναι Εβραία και ονομάζεται Françoise Serina Dreyfus. «Ανούκ» είναι το όνομα της έφηβης, που υποδύεται στην πρώτη της ταινία «La maison sous la mer» του Χένρι Κάλεφ. Το επίθετο «Εμέ» τής το χάρισε ο Ζακ Πρεβέρ.
Ήταν φίλη με διανούμενους και καλλιτέχνες, όπως ο Ζαν Κοκτώ, ο Ζαν Ζενέ, ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Πάμπλο Πικάσο, η Σιμόν ντε Μποβουάρ, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, ο Αλμπέρ Καμύ. Έζησε μεγάλους έρωτες, έκανε τρεις γάμους κι απέκτησε μια κόρη. O Zαν Ζενέ ήταν κουμπάρος στον γάμο της με τον Έλληνα σκηνοθέτη Νίκο Παπατάκη, το 1951. Έπειτα, παντρεύτηκε τον Πιερ Μπαρού, συγγραφέα, ηθοποιό και συνθέτη της μουσικής στην ταινία «Ένας άνδρας και μια γυναίκα». Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, μετά τον γάμο τους, ακολούθησε τον Άλμπερτ Φίνεϊ στο Λονδίνο, εγκαταλείποντας την καριέρα της για επτά χρόνια.
Ήταν από τα βασικά πρόσωπα της Νουβέλ Βαγκ, με πάνω από εβδομήντα ταινίες στο ενεργητικό της. Αξέχαστη στα δύο αριστουργήματα του Φελίνι, το «La Dolce Vita» και το «8 ½». Ο σπουδαίος Ιταλός σκηνοθέτης πίστευε γι’ αυτήν ότι είναι σταρ με ασύγκριτη φωτογένεια και μεγαλειώδη υποκριτική.
Σταθμός στην καριέρα της η παγκόσμια επιτυχία «Ένας άντρας και μια γυναίκα» υπό την μπαγκέτα του Κλοντ Λελούς. Αξέχαστο ζευγάρι με τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν. Για τον ρόλο της Aν κέρδισε, το 1966, τον Χρυσό Φοίνικα, τιμήθηκε με τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ηθοποιού, ενώ έχασε στα Όσκαρ από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ στο «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ».
Το 1986, επέστρεψαν, εκτός συναγωνισμού αυτή την φορά, στο Φεστιβάλ των Καννών για την συνέχεια του «Ένας άνδρας και μια γυναίκα: είκοσι χρόνια μετά». Και 53 χρόνια μετά, το 2019 ο Λελούς συναντά, για τελευταία φορά, τον Ζαν Λουί Τρεντινιάν και την Ανούκ Εμέ στο «Les plus belles années d’une vie».
Σκηνοθετήθηκε, επίσης, από τον Βιτόριο ντε Σίκα, τον Ζακ Ντεμί, τον Μάρκο Μπελόκιο, τον Μπεκέρ, τον Μάρκο Μπελόκιο, τον Μπερτολούτσι, την Ανιές Βαρντά, τον Κιούκορ, τον Λιούμετ, τον Άλτμαν, τον Καουρισμάκι.
Η μεγάλη οθόνη φωτίστηκε από το απίστευτης ομορφιάς μελαγχολικό της πρόσωπο. Μυστηριώδης, συχνά κρυμμένη πίσω από τα μεγάλα, μαύρα γυαλιά της. Πάντα με ένα μειδίαμα στην άκρη των χειλιών. Ο χρόνος υποκλίθηκε στην ομορφιά της. Την σεβάστηκε, χωρίς η ίδια να κάνει καμία προσπάθεια. Παρέμεινε αναλλοίωτη, σύμβολο κομψότητας, απλή κι ευγενική, με χιούμορ, χωρίς ίχνος βεντετισμού. Και το βλέμμα της άστραφτε μέχρι το τέλος.